- γυψώδης
- γυψώδηςchalkymasc/fem acc pl (attic epic doric)γυψώδηςchalkymasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)γυψώδηςchalkymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυψώδης — ες (Μ γυψώδης, ες) [γύψος] 1. αυτός που μοιάζει με γύψο 2. αυτός που περιέχει γύψο … Dictionary of Greek
γυψώδη — γυψώδης chalky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γυψώδης chalky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γυψώδης chalky masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυψῶδες — γυψώδης chalky masc/fem voc sg γυψώδης chalky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek